- περιοδοντίτιδα
- η, Νοξεία φλεγμονή τών ιστών που απαρτίζουν το περιοδόντιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periodontitis (< περιοδόντιο* + επίθημα -ίτιδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυόρροια φατνιακή — (Ιατρ.). Χρόνια πυώδης φλεγμονή των ιστών που περιβάλλουν το δόντι (περιοδοντίτιδα). Εμφανίζεται πιο εύκολα σε ηλικιωμένα άτομα, συχνά σε αρθριτικούς και διαβητικούς. Ο φατνιακός σύνδεσμος καταστρέφεται και τα δόντια αρχικά κουνιούνται και… … Dictionary of Greek